ξεβγάζω

ξεβγάζω
και ξεβγάνω (Μ ξεβγάζω και ξεβγάνω)
παρασύρω κάποιον στη διαφθορά, αποπλανώ
νεοελλ.
κάνω το τελευταίο πλύσιμο στα ρούχα προκειμένου να απαλλαγούν από κάθε ίχνος σαπουνιού, ξεπλένω
2. απαλλάσσομαι από κάτι («θα τού κάνω το τραπέζι για να ξεβγάλω την υποχρέωση»)
3. βγάζω κάποιον από τη μέση, αφανίζω, θανατώνω
4. οδηγώ κάποιον που φεύγει ώς την πόρτα, κατευοδώνω, προπέμπω κάποιον
5. συνοδεύω κάποιον για να περάσει από τόπο όπου κατοικούν εχθροί του, είμαι ξεβγαλτής
μσν.
αφαιρώ, στερώ από κάποιον κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξεβγάζω — και ξεβνάνω ξέβγαλα, ξεβγάλθηκα, ξεβγαλμένος 1. περνώ με νερό τα ρούχα για να αφαιρεθεί το σαπούνι: Ξεβγάζω τα ρούχα και τελειώνω. 2. ανταποδίνω, εκπληρώνω κάποια υποχρέωση, κάποιο χρέος: Θέλω να ξεβγάλω αυτή την υποχρέωση. 3. αφανίζω, θανατώνω,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεβγάζω — ξεβγάζω, ξέβγαλα βλ. πίν. 108 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • καλοστρατίζω — 1. (μτβ.) οδηγώ κάποιον από βατό, ίσιο δρόμο, τόν κατευθύνω καλά, τόν χειραγωγώ στον ίσιο δρόμο 2. κατευοδώνω κάποιον, τού εύχομαι «καλή στράτα», τόν ξεπροβοδώ, τόν ξεβγάζω 3. μτφ. δίνω σε κάποιον καλή, ηθική κατεύθυνση, τόν προτρέπω στο καλό,… …   Dictionary of Greek

  • κατευοδώνω — και καταυοδώνω (AM κατευοδῶ, όω, Μ και κατευ[γ]οδώνω και καταυ[γ]οδώνω και κατοβοδώνω) κατευθύνω κάποιον σε σωστό δρόμο, σε αίσιο πέρας, παρέχω ευτυχή οδό, πρόοδο νεοελλ. μσν. 1. συνοδεύω με ευχές κάποιον που φεύγει, ξεβγάζω, ξεπροβοδίζω,… …   Dictionary of Greek

  • ξεβγάνω — (Μ ξεβγάνω) βλ. ξεβγάζω …   Dictionary of Greek

  • ξεπλένω — και ξεπλύνω 1. ξεβγάζω με νερό τα σαπουνισμένα ρούχα 2. πλένω κάτι πρόχειρα («ξέπλυνα τα ποτήρια») 3. καθυβρίζω 4. αποκαθιστώ ηθικά («δε θα μέ λειώσει η μαύρη γη, αν δεν ξεπλύνω πρώτα αυτό μου το μελάνωμα», Βαλαωρ.) 5. μέσ. ξεπλένομαι και… …   Dictionary of Greek

  • συνεβγάζω — Ν [(ε)βγάζω] ξεβγάζω …   Dictionary of Greek

  • (ε)ξαποστέλλω — εξαπέστειλα και (ε)ξαπόστειλα, (ε)ξαποστάλθηκα, (ε)ξαποσταλμένος, μτβ. 1. στέλνω βιαστικά από κάποιο μέρος έξω ή μακριά ή προς όλες τις διευθύνσεις: Τους εξαπόστειλα να τον βρουν. 2. μτφ. (με ειρωνική σημ.), ξεπροβοδίζω κάποιον, τον κατευοδώνω,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατευοδώνω — ωσα, ώθηκα, κατευοδωμένος, η, ο, και καταβοδώνω 1. κατευθύνω κάποιον σε καλό δρόμο, σε αίσιο τέλος, κατορθώνω, πραγματοποιώ. 2. (συνήθ. σε ευχή), εύχομαι σε κάποιον κατευόδιο, καλό ταξίδι, τον ξεπροβοδίζω, τον ξεβγάζω: Θα σε κατευοδώσω ως την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”