ξεβγάζω — και ξεβνάνω ξέβγαλα, ξεβγάλθηκα, ξεβγαλμένος 1. περνώ με νερό τα ρούχα για να αφαιρεθεί το σαπούνι: Ξεβγάζω τα ρούχα και τελειώνω. 2. ανταποδίνω, εκπληρώνω κάποια υποχρέωση, κάποιο χρέος: Θέλω να ξεβγάλω αυτή την υποχρέωση. 3. αφανίζω, θανατώνω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεβγάζω — ξεβγάζω, ξέβγαλα βλ. πίν. 108 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
καλοστρατίζω — 1. (μτβ.) οδηγώ κάποιον από βατό, ίσιο δρόμο, τόν κατευθύνω καλά, τόν χειραγωγώ στον ίσιο δρόμο 2. κατευοδώνω κάποιον, τού εύχομαι «καλή στράτα», τόν ξεπροβοδώ, τόν ξεβγάζω 3. μτφ. δίνω σε κάποιον καλή, ηθική κατεύθυνση, τόν προτρέπω στο καλό,… … Dictionary of Greek
κατευοδώνω — και καταυοδώνω (AM κατευοδῶ, όω, Μ και κατευ[γ]οδώνω και καταυ[γ]οδώνω και κατοβοδώνω) κατευθύνω κάποιον σε σωστό δρόμο, σε αίσιο πέρας, παρέχω ευτυχή οδό, πρόοδο νεοελλ. μσν. 1. συνοδεύω με ευχές κάποιον που φεύγει, ξεβγάζω, ξεπροβοδίζω,… … Dictionary of Greek
ξεβγάνω — (Μ ξεβγάνω) βλ. ξεβγάζω … Dictionary of Greek
ξεπλένω — και ξεπλύνω 1. ξεβγάζω με νερό τα σαπουνισμένα ρούχα 2. πλένω κάτι πρόχειρα («ξέπλυνα τα ποτήρια») 3. καθυβρίζω 4. αποκαθιστώ ηθικά («δε θα μέ λειώσει η μαύρη γη, αν δεν ξεπλύνω πρώτα αυτό μου το μελάνωμα», Βαλαωρ.) 5. μέσ. ξεπλένομαι και… … Dictionary of Greek
συνεβγάζω — Ν [(ε)βγάζω] ξεβγάζω … Dictionary of Greek
(ε)ξαποστέλλω — εξαπέστειλα και (ε)ξαπόστειλα, (ε)ξαποστάλθηκα, (ε)ξαποσταλμένος, μτβ. 1. στέλνω βιαστικά από κάποιο μέρος έξω ή μακριά ή προς όλες τις διευθύνσεις: Τους εξαπόστειλα να τον βρουν. 2. μτφ. (με ειρωνική σημ.), ξεπροβοδίζω κάποιον, τον κατευοδώνω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατευοδώνω — ωσα, ώθηκα, κατευοδωμένος, η, ο, και καταβοδώνω 1. κατευθύνω κάποιον σε καλό δρόμο, σε αίσιο τέλος, κατορθώνω, πραγματοποιώ. 2. (συνήθ. σε ευχή), εύχομαι σε κάποιον κατευόδιο, καλό ταξίδι, τον ξεπροβοδίζω, τον ξεβγάζω: Θα σε κατευοδώσω ως την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)